χρηματιστήριο

χρηματιστήριο
το
1. τόπος όπου γίνονται χρηματιστηριακές συναλλαγές.
2. φρ., «χρηματιστήριο εμπορευμάτων», ο τόπος ή το ίδρυμα όπου γίνονται αγοραπωλησίες εμπορεύσιμων ειδών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • Athener Börse — Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Athens Exchange Rechtsform Gründung 1876 Sitz Athen, Griechenland Leitung S. Capralos (CEO) Branche …   Deutsch Wikipedia

  • χρηματιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου 2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές… …   Dictionary of Greek

  • κυβεία — Ιδιάζουσα μορφή κερδοσκοπίας. Εφαρμόζεται γενικά από χρηματιστές, τραπεζίτες κ.ά. και συνίσταται είτε στη διατάραξη της αγοράς αξιών και εμπορευμάτων μέσω της διάδοσης ψευδών, εξογκωμένων ή παραποιημένων ειδήσεων είτε μέσω άλλων, εξίσου… …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Athens Stock Exchange — Template:Infobox Exchange name = Athens Stock Exchange nativename = Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών type = Stock Exchange city = Athens country = Greece coor = foundation = 1876 owner = HELEX Group key people = Iakovos Georganas (Chairman) Spyros… …   Wikipedia

  • Фондовая биржа Афин — Χρηματιστήριο Αθηνών Тип …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”